Η Εκάτη είναι θεότητα της αρχαιοελληνικής θρησκείας και μυθολογίας. Απεικονίζεται συνήθως να κρατά δύο πυρσούς ή κλειδί και σε μεταγενέστερες περιόδους με τρία πρόσωπα. Συσχετιζόταν με τα σταυροδρόμια, τις εισόδους, το φως, τη μαγεία, τη γνώση των φαρμακευτικών βοτάνων, τα φαντάσματα και τη νεκρομαντεία. Αποτέλεσε μια από τις πολλές θεότητες που λατρεύονταν από τα αθηναϊκά σπιτικά ως προστάτιδα, η οποία εξασφάλιζε ευημερία και καθημερινές ευλογίες στην οικογένεια. Στα μεταχριστιανικά κείμενα των Χαλδαϊκών Χρησμών (2ος - 3ος αιώνας μ.Χ.) εμφανίζεται να έχει (κάποια) εξουσία πάνω στη γη, τη θάλασσα και τον ουρανό, αλλά και οικουμενικότερο ρόλο ως Σωτείρα, Μητέρα των Αγγέλων και Κοσμική Παγκόσμια Ψυχή. Σε ό,τι αφορά τη φύση της λατρείας της, παρατηρείται ότι «αισθάνεται μεγαλύτερη άνεση στις παρυφές παρά στο κέντρο του ελληνικού πολυθεϊσμού. Εγγενώς αμφίσημη και πολύμορφη, διαπερνά τα συμβατικά όρια και διαφεύγει τον ορισμό».
Γιος του Αρισταίου και της Αυτονόης, εγγονός του βασιλιά της Θήβας Κάδμου. Ανατράφηκε από τον Κένταυρο Χείρωνα, διδάχτηκε απ' αυτόν την τέχνη του κυνηγιού και έγινε ένας από τους καλύτερους κυνηγούς της ελληνικής μυθολογίας.
Γι' αυτόν το θάνατο διηγούνται διάφορες εκδοχές. Άλλοι λένε πως τιμωρήθηκε έτσι από τον Δία, γιατί προσπάθησε να του κλέψει τον έρωτα τής Σεμέλης. Αλλά οι περισσότεροι συγγραφείς αποδίδουν αυτή την τιμωρία στην οργή της θεάς Άρτεμης. Κάποτε που ο Ακταίωνας κυνηγούσε στα βουνά, ήρθε στην ιερή κοιλάδα της Άρτεμης, όπου και αποκοιμήθηκε κουρασμένος από το κοπιαστικό κυνήγι. Όταν όμως ξύπνησε, είδε την Άρτεμη να λούζεται στην πηγή με τη βοήθεια των Νυμφών. Η θεά εξοργίστηκε, γιατί θνητός άντρας τόλμησε να τη δει γυμνή, έριξε από την πηγή νερό στο πρόσωπο του Ακταίωνα και τον μεταμόρφωσε σε ελάφι. Αμέσως τα πενήντα σκυλιά του τον κυνήγησαν και τον κατασπάραξαν χωρίς να αναγνωρίσουν τον κύριό τους.